Πες μου, πες μου, οι τελευταίες πράξεις είναι από νύχτα; Παράξενο κι αλλόκοτο και τούτο ακόμα το πείσμα σου: μέσα στη νύχτα να ψάχνεις απαντήσεις στο σκοτάδι. Δεν έχουμε χρόνο όταν κοιμόμαστε, στο χω πει χίλιες μία φορές, δεν εννοείς να με καταλάβεις. Μα αδιευκρίνιστα έχω διατυπωμένες τις ερωτήσεις μου γι' αυτό τα χαμένα σκουντάω και στο σκοτάδι. Τέτοια ώρα σε τέτοια λόγια όλοι αλλάζουν πλευρό, τον ψόφιο κάνουν κοριό, κοιμούνται πάνω σε ένα στρώμα σκοτάδι, τι θες; Ακόμα κι ο εαυτός σου, ακόμα και το μυαλό σου, ακόμα και οι αισθήσεις σου - εκτός ίσως από την όραση που αν επιμένει μπορεί κάπως αυθαίρετα να ονειρεύεσαι. Γιατί επιμένεις να μην κλείνεις τα μάτια; Θέλεις να ξημερώσει, να δεις σκοτωμένο το σκοτάδι σου; Δε με λυπάσαι; Δε νιώθεις ότι δε μπορώ να σε υποστηρίξω πιά έτσι τυφλό στ' αυτιά, το νου και τα μάτια; Κι εσύ, παι, κοίμιζέ με. Δεν είμαι παιδί, να σε κοιμίζω, ρε ματάκια μου, λέμε, είμαι σκοτάδι. Η σιωπή της νύχτας είναι ένας εκκωφαντικός θόρυβος, ανεξάντλητες κραυγές, είδα εφιάλτες, όχι τώρα, από παλιά, επιτέλους, μη με ξυπνάς, άσε να ξημερώσει. Γι' αυτό σε σκουντάω, όχι για ν' αλλάζεις πλευρό, μην κοιμάσαι, δεν μπορώ να σε βλέπω στα όνειρα, ξύπνα. Να κοιμηθούμε μαζί. Τώρα. Να μη μένει ανέπαφη μεταξύ μας η νύχτα. Πριν ξημερώσει.
1 comment:
Είναι να θαυμάζει κανείς τη νύχτα όταν εκείνη γίνεται υλικό από το οποίο είναι πλασμένα άλλα.
Τη Δευτέρα.
Post a Comment