Friday, March 06, 2009

Clock in


Το παράδοξον σου της φωνής δυσπαράδεκτόν μου τη ψυχή φαίνεται.
Α' χαιρετισμοί


Έχεις αναρωτηθεί τι κάνω τα πρωινά μου; Εσύ κοιμάσαι. Ξυπνάω νωρίτερα απ' ό,τι πρέπει το πρωί. Από το άγχος μήπως έχει χτυπήσει το ξυπνητήρι, εγώ ατάραχος μέσα στον ύπνο δεν το έχω ακούσει ή το έχω ακούσει, το έχω κλείσει και έχω ξανά κοιμηθεί. Φοβάμαι. Μην καθυστερήσω.

Σχεδόν μια ώρα νωρίτερα: Ξαφνιάζω μες τον ύπνο, πιστεύω αδικαιολόγητα ότι κοιμήθηκα πολύ -άσχετο που και χτες βράδυ πήγε τρεις για να κλείσω μάτι και σήμερα ήταν 7 και κάτι το πρωί όταν άνοιξα το μάτι που έκλεισα χτες βράδυ, τέσσερις ώρες είναι λέω πολύ με έναν πρώτο πρόχειρο υπολογισμό μέσα στο αγουροξυπνημένο μυαλό μου-. Ευτυχώς ακόμα είναι εφτά και κάτι. Έχω ακόμα μια ώρα ύπνο. Είναι λύτρωση αυτό το περιθώριο που μου παρέχει αυτή η ώρα. Μόνο αυτή την ώρα ο ύπνος είναι πραγματικά η λύτρωση. Γιατί πολύ απλά αποκτά η στιγμή την προοπτική για μια ώρα ακόμα. Το ξυπνητήρι χτυπάει. Τόσο κρατά η λύτρωση.

Έχω υπολογίσει την ώρα της διαδρομής και κατά συνέπεια την ώρα που το ξυπνητήρι χτυπάει, μισή ώρα νωρίτερα απ' το χρόνο που αντικειμενικά χρειάζομαι για να φτάσω στη δουλειά. Δεν μπορείς να έχεις εμπιστοσύνη στα τρένα και τα λεωφορεία. Φτάνω τελικά μισή ώρα νωρίτερα. Τα τρένα έγιναν πιό συνεπή -μπορεί κι ο ψυχαναγκασμός μου. Θα κάνω τετράγωνα τριγύρω απ' τη δουλειά μέχρι να φτάσει η ώρα να χτυπήσω στο μηχάνημα την κάρτα.

Ψάχνω παγκάκι. Δε βρίσκω. Τελικά παίρνω απόφαση και κάθομαι στο παγκάκι μιας στάσης κάποιου λεωφορείου. Βγάζω το βιβλίο, αρχίζω να διαβάζω. Ραγδαία επιδείνωση του Θανάση Χειμωνά, τελευταίες σελίδες. Μια κυρία καθισμένη δίπλα μου γυρίζει και κοιτάει το βιβλίο. Προσπαθεί να διαβάσει τον τίτλο του μυθιστορήματος. Την βοηθώ να το δει χωρίς να με πάρει χαμπάρι. Με ξανακοιτάζει. Νιώθω τα μάτια της στο πρόσωπο μου ετούτη τη φορά. Για τον ίδιο λόγο που είμαι ανασφαλής προσπαθώ να βρω τώρα μέσα στον κόσμο την ασφάλεια μου. "Δεν είναι περίεργος ο νεαρός, διαβάζει περιμένοντας απλά το επόμενο λεωφορείο", διαβάζω τη σκέψη της, όπως εκείνη το βιβλίο. Μόνο που εγώ έχω ήδη φτάσει. Πιο ραγδαία δε γίνεται. Βάζω μέσα το βιβλίο.

Σηκώνομαι, παίρνω δρόμο από τη στάση, από την κυρία που μου φάνηκε λίγο περίεργη -ίσως απλώς απ' την παραξενιά μου. Στο δρόμο συναντώ τυχαία τους ίδιους ανθρώπους που ήμασταν μαζί στον ηλεκτρικό, πηγαίνουν στη δουλειά τους, μπαίνουν σε διαδρόμους, μικρά γραφεία και στοές, οι ζωές μας γέμισαν και τακτοποιήθησαν σε κούτες. Να, κι εκείνη που μπαίνει στο φούρνο με κάτι λαχταριστές τυρόπιτες, μέσα στο τρένο την κάλεσαν στο κινητό, είπε "καλημέρα, ναι, είμαι καλά", μετά σταμάτησα ν' ακούω. Για μια στιγμή είδα τον Αχιλλέα από μακριά, πρώην γκόμενο μιας φίλης ηθοποιού -η Δανάη μακάρι να χε παράσταση χτες και τώρα να κοιμάται-, δε με είδε, δε μίλησα. Τώρα κοιτάζω μια άλλη γυναίκα, αυτή δεν ήταν στον ηλεκτρικό, είναι τώρα στο απέναντι πεζοδρόμιο, δεν προσέξε, βρήκε σε μια κολώνα, πώς τραντάχτηκε προς τα πίσω ολόκληρη. Και απλώς συνέχισε. Τη θαυμάζω. Γιατί λένε ότι γελάς με το πάθημα του άλλου; Γελάει με τραύματα όποιος δεν πληγώθηκε ποτέ, πρώην γκόμενος κι ο Ρωμαίος.

Η μισή ώρα πέρασε. Κρατάω ήδη την κάρτα και κατευθύνομαι στο μηχάνημα. Σκέφτομαι την ερώτηση "έχεις αναρωτηθεί τι κάνω τα πρωινά μου;" και την κατάφαση "εσύ κοιμάσαι". Αναρωτιέμαι πού απευθύνομαι. Απαντώ: "εγώ στον εαυτό μου". Η αλήθεια είναι ότι ποτέ δεν τα κατάφερνα πριν τις 11 το πρωί. Τέτοιες ώρες είμαι εγώ, είμαι και ένας άλλος. Ευτυχώς πάντως υπάρχουν ξυπνητήρια και κάρτες να επιβεβαιώνουν τουλάχιστον την έγκαιρη προσέλευση μας στο χώρο.

12 comments:

quartier libre said...

@
καλό μας,

πρώτον:
στην Malaysia εργάζεσαι; :)))))

δεύτερον:
"Ευτυχώς ακόμα είναι εφτά και κάτι. Έχω ακόμα μια ώρα ύπνο περιθώριο. Είναι λύτρωση αυτό το περιθώριο. Μόνο αυτή την ώρα ο ύπνος είναι πραγματικά η λύτρωση. Γιατί αποκτά η στιγμή το περιθώριο για μια ώρα ακόμα."

αυτός είναι ο μονόλογος που απευθύνω κάθε πρωί, στο σκοτισμένο απ τις αγρύπνιες μυαλό μου...
η υπέροχη αίσθηση
της αναβολής (λίγο ακόμη!...)
και του ΠΕΡΙΘΩΡΙΟΥ !

μεγαλείο !

homo anisorropus said...

"Έχεις αναρωτηθεί τι κάνω τα πρωινά μου; Εσύ κοιμάσαι"
Esu koimase ki egw oneireuomai.

Wraia perigrapses ta prwina mou:)
Ta filia mou.

Anonymous said...

Το κάνω κι εγώ αυτό με το ξυπνητήρι.

Anonymous said...

ΚΑΛΗ ΣΟΥ ΜΕΡΑ ΑΝ ΞΥΠΝΑΣ!!
(αχ, αυτό το πρωινό ξύπνημα..)
:)

Stylianee said...

Α, ρε, αγάπη μου. Τι τραβάμε κι εμείς οι ευαίσθητοι. Μήπως να το ρίχναμε έξω και να γινόμασταν clochard?

pavlidma said...

"Ευτυχώς που υπάρχουν ξυπνητήρια και κάρτες να επιβεβαιώνουν τουλάχιστον την έγκαιρη προσέλευση μας στο χώρο."

και δυστυχώς που πολλές φορές δεν υπάρχουν άλλα πράγματα να επισπεύσουν τη φυγή μας από τον χώρο αυτόν που κάθε πρωί μας γκρεμίζει τα όνειρα

ΠΡΩΤΟΠΛΑΣΤΗ... said...

Αυτοι οι μονολογοι...Τοσο "εσωτερικοι" και τοσο κοινοι στην πραγματικοτητα...
Μια πραγματικοτητα που περιλαμβανει περιεργους ανθρωπους, μεσα μεταφορας, χτυπηματα σε κολωνες....Και παρατηρητες...Διαφορετικοι ρολοι και ολοι τους εχουμε υποδυθει.

Καλη εβδομαδα!

Γ.Π. said...

Καλημέρα. Δεν κρύβω ότι ήρθα για να ανταποδώσω την επίσκεψη αλλά τελικά μαγεύτικα από την περιγραφή.
Μου άρεσε πολύ που παρατηρείς έτσι τον εαυτό σου και τους ανθρώπους, νόμιζα ότι είναι μόνο δική μου ανασφάλεια και παραξενιά.

mahler76 said...

με βλέπω σε κάνα μήνα να κάνω αντίστοιχο πόστ. Καλή σου μέρα!

marilia said...

Για πλησίασε να σου δώσω ένα σνουποφιλάκι στο μαγουλάκι, για πλησίασε...

Μμμμαρφ! Γιατί κι εγώ ξυπνώ πριν το ξυπνητήρι απ' το φόβο ότι άργησα...

kiara said...

Μήπως χρειάζεσαι αντιρουτινική αγωγή; Λέω εγώ η παραρουτινιασμένη...

christina said...

'20 Σεπτέμβρη 1966
Κοιμόσουν ακόμα όταν ξύπνησα. Σε κοίταξα δίπλα μου ν'ανασαίνεις. Ονειρευόσουν Αλέξανδρε; Το χέρι σου κουνήθηκε λίγο σαν να μ' έψαχνε, τα βλέφαρά σου έπαιξαν κι έπειτα βυθίστηκες πάλι. Μια σταγόνα ιδρώτα ανάμεσα στα μάτια σου κύλησε και ταξίδεψε... Το μωρό απο δίπλα μουρμούρισε ένα σιγανό παράπονο, μια πόρτα έτριξε. Βγήκα στην βεράντα κι έκλαψα...
Να μπορούσα να κρατήσω αυτή τη στιγμή να την καρφιτσώσω σαν πεταλούδα να μην φύγει. Σού γράφω μπροστά στη θάλασσα πού απλώνεται λιπόθυμη, το σπίτι μυρίζει ζεστό γάλα κι υγρό γιασεμί. Σού γράφω, σού μιλάω, νιώθω πώς σε έχω πλησιάσει τόσο πολύ πού μού αντιστέκεσαι. Απειλώ τον κόσμο σου, Αλέξανδρε;
Κι όμως , δεν είμαι παρά μιά ερωτευμένη γυναίκα...
Τη νύχτα σε κοίταζα, δεν ήξερα αν κοιμόσουν ή σώπαινες, φοβόμουν αυτό πού μπορούσες να σκέφτεσαι, φοβόμουν ότι είχα μπεί μες στη σιωπή σου κι άρχισα να δείχνω έυθραυστη με το μόνο τρόπο πού ξέρω, με το κορμί μου. Γιατί τότε δεν κινδύνευε η δική σου ασφάλεια..
Δεν είμαι παρά μιά ερωτευμένη γυναίκα, Αλέξανδρε...
Περπάτησα γυμνή στην άμμο, ο αέρας φυσούσε, ένα καράβι πέρασε, αργούσες να ξυπνήσεις. Πάνω μου η ζεστασιά σου ακόμα. Δεν τολμούσα να ονειρευτώ ότι μ' ονειρεύεσαι... Άχ, Αλέξανδρε, αν για μιά στιγμή το πίστευα θα διαλυόμουν σε μιά κραυγή...''
Aπό το "Μια αιωνιότητα και μια μέρα"