
Γιαγιά; Μ' ακούς; Εκεί που πήγα στο Λονδίνο, γύρισα σπίτι. Δεν είχα κάτι να φάω, πεινούσα. Βρε, τί να φάω, βρε, τί να φάω, δεν έβρισκα τίποτα. Κι έπαιζε τότε στην τηλεόραση μια διαφήμιση. Από εκεί την θυμήθηκα, γιαγιά, τη θεία Φανή. Είδα την κοπέλα στη διαφήμιση και την θυμήθηκα. Μου τη θύμησε, γιαγιά, η κοπέλα στη διαφήμιση. Είχε το πρόσωπό της. Φωτεινή. Και την θυμήθηκα.
Αχ, κακομοίρα θεία Φανιώ, είπε η γιαγιά μου τότε. Κι αν σου πω, απ' αυτόν τον καημό πήγε, πουλί μου... Κάτι που πέθαναν από τους τρεις οι δυο της γιοί, κάτι που εκείνη στ' αχαμνά της ακόμα δεν έλεγε να βασιλέψει... Και σας το λέω, αλλά μην το πείτε και μαθευτεί...
Είχαμε μαζευτεί κι η γιαγιά μου μιλούσε και στ' άλλα εγγόνια. Εμένα όμως κοιτούσε πιό πολύ, εμένα κοιτούσε. Και σε μένα μιλούσε πιό πολύ. Η γιαγιά μου. Για τη συνυφάδα της, τη θεία Φανή. Γι' αυτό που δεν έπρεπε να μαθευτεί σε εμένα μιλούσε.
Τη βρήκανε με πεντέξι κολώνιες. Εκεί που πλενόταν τη βρήκαν. Ήπιε τις έξι κολώνιες για να σκοτωθεί. Σκοτώθηκε με τις έξι κολώνιες που ήπιε για να ησυχάσει.
Δε με παίρνει ο ύπνος, Ελένη αδελφή. Ακόμα να με πάρει, Ελένη, ο ύπνος... Τί τη θέλουμε στα 90 μας γυναίκες, μωρή Ελένη, τόση ζωή, τί τη θέμε; Δε θα πεθάνω, Ελένη, θα δεις... Θα περάσει, μωρή, ο ύπνος και δε θα με πάρει... Βρε, πέθανε πρώτα εσύ κι ο ύπνος, δουλειά του είναι, θα περάσει και θα σε πάρει. Γίνεται να πέσεις χάμω και να χαθείς; Ε, πέσε και πέθανε! Χάσου! Αχ, μωρή γκόρμπα, κακομοίρα θεία Φανή...
Κι έτσι καθώς τα έλεγε η γιαγιά μου γελούσε. Κλινήρης, στο κρεβάτι κι αυτή. Μας τα έλεγε όλα αυτά και γελούσε. Κι όταν σταμάτησε, την κατάλαβα, είπε, εκείνο το πρωί. Είχα πάει να τη δω από κει. Να πάει για να πλυθεί ετοιμαζότανε είπε.