
Κάτι ο μήνας που πέρασε, κάτι που δε σταύρωσα λέξη, παρέδωσα το κέφι μου αυθόρμητα στην πλέξη. Αρέσκομαι να συνθέτω υβρίδια παιδιόθεν. Αποκτά μια δύναμη αλλιώτικη και αλλοιωτική ο παιγνιώδης λόγος κι εγώ ξαφνικά εφευρίσκω νόημα στους εκνευριστικούς κατά τα άλλα πεσσούς του χρόνου. Διάγω βίον ιλαρόν. Φιλολογίζω. Αυθορμήτως ωστόσο κι αυτό είναι που μου στερεί την επιστημοσύνη -θέλω να πιστεύω και τη δηθενιά- και κάνει και το εγχείρημα λιγάκι πιο χαριτωμένο. "Σπασικλάκι" και "φυτό" οι ρετσινιές απ' το δημοτικό κι εγώ οχύρωνα στις λέξεις μου την αντεπιθεσή μου. Δεν είχα εξάρσεις από παιδί μικρό, δεν πιάστηκαν ποτέ στα χέρια μου οι συμμαθητές μου. Φοβόμουνα μην λεκιαστώ. Έβριζα με το γάντι. Να δω το βλέμμα τους αφοπλισμένο από τις λέξεις, τις λέξεις "είσαι χαμερπής, χθαμαλός, ποταπός" στο απλοικό και λαικίστικο "τί λέ, ρε μαλάκα!" είχα ανακαλύψει. Και δεν ένιωσα οίκτο για την μήνιν τους ποτέ, και δεν ένιωσα ούτε αφ' υψηλού με κύρος κι ούτε μελαγχολία ένιωσα ποτέ -είχα τους βαθμούς να με τρέφουν και ένα επίπεδο, ρε γαμώτο, επιτέλους στις διαμάχες-. Μια ειρωνεία όμως έμεινε να με τιμά μέσα στην καφρίλα και να με κατωστρέφει (κατά+έσω+στρέφω) στην καρδιά μου πότε - πότε. Άντε κι δύο περιστατικά που μές τα χρόνια έστειλα στο ιατρείο του σχολείου... Δεν θα' θελα και περισσότερα. Ένα χαστούκι μόνο ακόμα και δέκα χρόνια μετά μέσα μου το λαχταράω κάπως.